Αθηνά Σχινά

ΤΟΤΕΜΙΚΕΣ ΚΑΙ ΧΟΪΚΕΣ ΠΑΡΟΥΣΙΕΣ

Η μαγεία του λαξέματος της πέτρας ή του μαρμάρου, με τις διαδικαστικές επεμβάσεις στο μορφοποιούμενο υλικό, που ασκεί ο Θόδωρος Παπαγιάννης, αποκτά σταδιακά τελετουργικές διαστάσεις σύγκρουσης ανάμεσα στο φως και τη μάζα. Σκαλίζοντας, δεν παλεύει μόνο να ορίσει και να καθυποτάξει τη φύση του υλικού του. Εικονοπλαστικά συναιρεί και διοχετεύει μνήμες και βιώματα, αισθήσεις οπτικά και απτικά συγκερασμένες, που υποκαθίστανται με σήματα και σύμβολα μιας διαδοχικής μορφικής περιπέτειας, της οποίας οι λεπτομέρειες υποτάσσονται στην έννοια ενός κυρίαρχου ρυθμού.

Χαρακτηριστικό στοιχείο της δουλειάς του, είναι η αγάπη του για το σχέδιο και η πολύχρονη ενασχόλησή του μ’ αυτό. Μέσα από την τρόπο που δυσδιάστατα σχεδιάζει τοπία και ανθρώπους, προβάλλει ογκομετρικές αξίες της πλαστικής του αίσθησης για τα μεγέθη, τις αποστάσεις, τις στατικοποιημένες κινήσεις, που ορίζονται ως τρόποι συνεύρεσης δυναμικών ρυθμών, οι οποίοι υποβάλλουν την οντότητα και την ακεραιότητα της οργανικής φόρμας.

Η οργανικότητα αυτή της φόρμας αποδίδεται με διαμεσολαβούμενα επίπεδα αντιτιθέμενων όγκων στα γλυπτά του. Οι ανήσυχα διαφοροποιημένες επιφάνειες δημιουργούν τόνους και ποικίλες χρωματικές αξίες, των οποίων οι εντάσεις υποβάλλουν στο θεατή πλαστικές σχέσεις, τόσο αισθητικές, γνωστικές, όσο και λειτουργικές – που τροποποιούν την εντύπωση που προκαλεί η συμπεριφορά του υλικού, με το οποίο κάθε φορά η γλύπτης διαλέγεται.

«Σχεδιάζοντας πολλές φορές», γράφει κάπου ο ίδιος, «έκανα ατέλειωτα ταξίδια στα όνειρά μου, επανέφερα μνήμες από το παρελθόν που είχαν χαραχθεί μέσα μου. Το παιχνίδι της γραμμής έπαιρνε μια γοητευτική περιπέτεια».

Εμφανής είναι η επίδραση που έχει ασκήσει, στα πρώτα κυρίως γλυπτά του, η λαϊκή τέχνη. Αδρότητα στις χαράξεις των γραμμών, σταθερότητα, αρμονική αντιστικτική σύζευξη παραπληρωματικών αλλά καίρια εκφραστικών λεπτομερειών, γραφιστικά ανεκδοτολογικά στοιχεία, υποτάσσονται όλα σε μια δομική άρθρωση, με ένα επιδέξιο και εμφανώς αποκαλυπτικό λάξεμα του υλικού.

Στα πρώτα τοτεμικά «Κεφάλια» του, διακρίνει κανείς τραγικά και σαρκαστικά προσωπεία, αποτροπαϊκά σύμβολα ενός πανάρχαιου δρωμένου. Κάτω από τα εξπρεσιονιστικά χαρακτηριστικά τους μεταφέρουν, τα δαιμονικά αυτά κρανία, τη λαϊκή σοφία των λιθοξόων της Ηπείρου, την έκσταση του κορυφαίου χορωδού, τους «πόρους διαφυγής» κάποιου βιόσοφου ήρωα του θεάτρου σκιών. Σκιαμαχούν με το φως και με το εγγενές ή επίθετο χρώμα οι μάζες, προεκτείνοντας την εσωτερική αρχιτεκτονική λειτουργία της στατικής τους οργάνωσης. Μέσα από τον συνδυασμό τετραγωνισμένων και καμπυλόγραμμων θεματικών επιλογών, επιβάλλονται με συνιζήσεις οι όγκοι, υπηρετώντας τη μορφική λιτότητα, την σχηματοποιημένη τεκτονική οργάνωση και τις συνοπτικές αποδόσεις.

Εξέλιξη εκείνης της ιδέας είναι οι επιχρωματισμένες κατοπινές «μάσκες» του Θόδωρου Παπαγιάννη, εξπρεσιονιστικά και σουρεαλιστικά ανιμικές, μαγικά ρεαλιστικές, με ελεγχόμενη την κατανομή των οπτικών διαλεκτικών επιφανειών να συγκροτεί τον αρμό τους.

Κυρίαρχο θέμα, σε ένα μεγάλο μέρος της δουλειάς του γλύπτη είναι η ανθρώπινη μορφή, ιδιαίτερα η γυναικεία. Την αισθάνεται μητριαρχικά παντοδύναμη να κυοφορεί τη ζωή και για τούτο το λόγο την ταυτίζει με την ίδια την ύλη και τη μορφική κυοφορία της. Σαν τη μακρινή «πότνια θηρών» ελέγχει και ρυθμίζει δυναμικά τους νόμους της δημιουργίας στην πλάση, και στο όνομα των μορφικά μεταποιημένων αποδόσεων, των θηλυκών στοιχείων της (μεταβάσεις ρευστών επιφανειών και καμπυλοτήτων) ο Θ. Παπαγιάννης εντατικοποιεί αναγωγικά τις μάζες, οι οποίες στην κατακόρυφη ή οριζόντια ανάπτυξή τους εκφέρουν το διάλογο με τα κενά και τα γεμάτα μέρη τους, άλλοτε κοιλαίνοντας, πότε κυρτώνοντας πτυχωτά τις επιφάνειές τους.

«Βλέπω», λέει ο ίδιος, «το γυναικείο σώμα να μεταμορφώνεται σ’ ένα περιπετειώδες σύνολο από λόφους και πεδιάδες και το ρούχο του να παίρνει τον κυματισμό που κάνει η άμμος στον πυθμένα της θάλασσας».

Αν θεωρούσε κανείς σκόπιμες κάποιες συγκλίσεις με έργα και κατακτήσεις καλλιτεχνών των προηγούμενων δεκαετιών, αυτές θα ήταν πιθανόν συναφείς με τα διδάγματα του Ανρί Λωράνς (με τις κυβιστικές τομές των καθοριστικών πλαστικών επιφανειών που συντονίζονται και συνέχονται με τις προσγεγραμμένες επεισοδιακές λεπτομέρειες ενός ανιμιστικού σχολιασμού), του Μπρανκούζι (με την ανάπτυξη της φόρμας που ακολουθεί τη διαδικασία της επενέργειας φυσικών δυνάμεων πάνω στην ύλη), του Μαρίνο Μαρίνι (με την αλληλουχία των επιπέδων βάσει των αρχών της βλαστικής ανάπτυξης στον κατακόρυφο άξονα), του Μουρ (με την λειτουργικότητα των αρχέγονων σχημάτων), της Χέπγουερθ (με σημείο αναφοράς την ανθρώπινη μορφή, η οποία αναγωγικά συναιρεί τις περιπέτειες της φόρμας), του Ζαντκίν (με τις διαπλοκές των περιτμήσεων και των επιμεριζομένων επιπέδων, που αυτονομούνται ογκομετρικά και ρυθμικά).

Ο Θ. Παπαγιάννης πιθανόν, αφομοίωσε επιλεκτικά ορισμένους από αυτούς τους τρόπους ανάδειξης της φόρμας και τους μεταποίησε σε προσωπικό ιδίωμα.

Η σημαντικότερη όμως πηγή της έμπνευσής του ήταν η αρχαία ελληνική γλυπτική, ιδιαίτερα της αρχαϊκής και της δαιδαλικής περιόδου, εκεί όπου η παρατακτική προβολή των όγκων υποχωρεί και υποτάσσεται στην καθ’ ύψος ανάπτυξη, προβάλλοντας με ραδινότητα και αυστηρή συμμετρία την περίοπτη μορφή σ’ ένα αδιαίρετο σύνολο.

Στα γλυπτά του, της μεσαίας και ύστερης περιόδου, ξαναβρίσκουμε πάλι το γυναικείο σώμα σε ερωτική ένωση ή διαπάλη.

Η διαρθρωτικά αρχιτεκτονημένη οργάνωση της σύνθεσης, με τα επιμέρους γεωμετρημένα θεματικά σύνολα σε αλληλοπεριχώρηση καμπυλόγραμμων και τριγωνικών μοτίβων υπογραμμίζει εμφανώς τις παραμορφώσεις της φόρμας από τις εσωτερικές εντάσεις της της διαμεταχείρησης του όγκου, στοιχεία άλλωστε που βρίσκονται σε διαδοχική ρυθμική σύμπτυξη και ανάπτυξη. Τα υφολογικά χαρακτηριστικά κάθε γλυπτού, πέρα από τον τρόπο λάξευσης, αποδίδονται και από τον τρόπο συγκρότησης των μαζών που αντιστοιχούν στα διαλεκτικά εσωτερικά σχήματα των ποικίλων αλλαγών που μεσολαβούν κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης, στα κέντρα βάρους και ισορροπίας της σύνθεσης.

Η ισορροπία αυτών των συνθέσεων (συνήθως των ερωτικών, αλλά και στο δυναμικό πέταγμα των ζευγαρωμένων «πουλιών») στηρίζεται, στο εσωτερικευμένο αίσθημα και την εξωτερικευμένη εμπειρία της οπτικής αντίληψης, που ακολουθεί αυστηρά τους νόμους της συμπεριφοράς (στατικής και πλαστικής) του υλικού. Πολλές οπτικές γωνιές – κυβιστικό χαρακτηριστικό – συνδυάζονται δυναμικά στην ανάδειξη ενός τρισδιάστατου όγκου, στον οποίο εγγράφονται επιπρόσθετα κάθετες, οριζόντιες ή διαγώνιες σκαλωσιές, προκειμένου να αιχμαλωτίσουν με επίπεδα αναβαθμών τα διάφορα περάσματα του φωτός στη διάρκεια της ημέρας. Αυτές οι γραμμώσεις ή ραβδώσεις καλύτερα, δηλώνουν τους τρόπους που επενεργεί η σκιά, εξισορροπώντας τη σημαίνουσα διευθέτηση κανονικών και ακανόνιστων στοιχείων, ενώ έλκουν ταυτόχρονα την καταγωγή τους από τις ραβδώσεις των κιόνων, τις γραμμωτές πτυχές των ιματίων της αρχαϊκής κόρης, μέχρι τη λαϊκή υφαντική με το στημόνι και το υφάδι.

Χοϊκές και τοτεμικά υποβλητικές οι παρουσίες των οριζόντια ανεπτυγμένων ζευγαριών, σε ερωτική επιτύμβια στάση, σαν ξαπλωμένα μνημειακά σύμπλοκα, γίνονται, με τα αλληλοτεμνόμενα επίπεδά τους, γέφυρες που ενώνουν τη μάζα με το φως και το χώρο σε μια αναπνοή. Ένα χωροπλαστικό αραβούργημα που υποβάλλει την έννοια της διαχρονικότητας θεματικά (ως τελετουργική δραστηριότητα) και υφολογικά.

Η οργανική φόρμα έχει απορρίψει κάθε περιττό στοιχείο. Αποκαθαίρει το σχήμα της με σκληρά ή ρευστά αρμονικά περιγράμματα, τα οποία στη συνέχεια προβάλλονται από τα κενά μέρη στα εσωτερικότερα στοιχεία της μορφής. Έτσι αποδίδεται έμφαση σε ουσιαστικά πολυτυπικά μορφώματα, που ενισχύουν τη ρυθμική αντιστικτική λειτουργία της σύνθεσης. Με τον τρόπο αυτό οι επιφάνειες, σαν δονούμενες πο ζωή μεταβάσεις, μεταφράζουν, το ειδικό στοιχείο σε καθολικότερο χαρακτηριστικό.

Με αρχαϊκή αυστηρότητα και ρωμαλέα οργάνωση, στήνονται κατακόρυφα στο χώρο, σαν ανιμιστικά λατρευτικά αναθήματα, και τα ξύλινα τοτεμικά «Οράματα» (1981 – 1982) του Θ. Παπαγιάννη.

Περίοπτα ξόανα, με μετωπική συνοπτική διατύπωση, στατική οργάνωση, παρατακτική πρόσδεση και ενεργητική συνομιλία των όγκων, με εναλλασσόμενη την αδρή και τη λεία λάξευση, υπαλλάσσουν την αίσθηση του ξύλου μ’ εκείνη του πυλού, μιας και τα λαϊκότροπα γενικευτικά μοτίβα τους, τα επιζωγραφισμένα με άσπρο, ροζ, μενεξεδί και μαύρο χρώμα, θυμίζουν πήλινα ειδώλια της κυκλαδικής, κρητομυκηναϊκής, αλλά και της προκολομβιανής τέχνης. Υποβλητικά μεταφέρουν τη μνημιακή σωματικότητα του όγκου τους, η οποία συγκαλύπτει μια αντίστοιχη και ουσιαστική διαλεκτική συμμετοχή του χώρου. Εκείνη που κατέχει δυναμικά η μάζα κι εκείνη που απελευθερώνουν τα περιγράμματά της, ως ανάστροφα κάτοπτρα ή εκμαγεία γύρω απ’ αυτή, υποδηλώνοντας αμφισημίες και διασυνδέσεις αναγωγικά χωροχρονικές, οι οποίες ολοκληρώνονται με την κίνηση του φωτός στην περιπετειώδη διαδρομή του, πάνω, γύρω και μέσα από τη γλυπτική φόρμα. Τούτες τις αξίες τις εντοπίζει κανείς ήδη από τα σχέδια του γλύπτη.

Κάτω από αυτό το πρίσμα συλλαμβάνει τις μορφές και συλλαβίζει τις τονικές αξίες που του υπαγορεύουν ακολούθως τα ευαίσθητα και αλωμένα από το φως περιγράμματα της φιγούρας. Η σχεδίαση ακολουθεί σε διαφορετική κλίμακα τη μορφοπλαστική δόμηση. Είναι μια πορεία με εσωτερική συνέπεια, συνειδητοποίηση των κατακτημένων σταδίων, δυναμισμό και τόλμη, στοιχεία με τα οποία ο γλύπτης προσέρχεται στο τιθάσευμα της πέτρας, του μαρμάρου, τη σφυρηλάτηση του χαλκού, το πλάσιμο του γύψου.

«Τα φαντάσματά μου» λέει, «ό,τι αγάπησα, με πιέζουν, γυρεύουν λύσεις. Χρειάζομαι το χρόνο να τους δώσω μορφή… Η αγωνία, η αγάπη, η αλήθεια, η γνώση που βάζει κανείς στο έργο του, έχουν για μένα τη μεγαλύτερη αξία…»

ΑΘΗΝΑ ΣΧΙΝΑ